- υπερχλωρικός
- -ή, -ό, Νφρ. α) «υπερχλωρικό οξύ»χημ. ανόργανη χημική ένωση στην οποία το χλώριο έχει αριθμό οξείδωσης 7 και η οποία παρασκευάζεται από τα άλατα του με επίδραση πυκνού διαλύματος θειικού οξέοςβ) «υπερχλωρικά άλατα»χημ. τα άλατα που σχηματίζει το επτοξείδιο τού χλωρίου, ο ανυδρίτης τού υπερχλωρικού οξέος, και από τα οποία σημαντικότερα είναι το υπερχλωρικό κάλιο, που χρησιμοποιείται ως μέσο παραγωγής οξυγόνου, και το υπερχλωρικό αμμώνιο, ισχυρή εκρηκτική ύλη.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. perchlorique < per- (< λατ. per) + chlorique (< χλωρικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.